- βραβεύσιμος
- η , ο [ος , ον ] достойный награды, приза, премии
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραβεύσιμος — η, ο αυτός που αξίζει να βραβευθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραβεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κωνστ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek
βραβεύσιμος — η, ο αυτός που θεωρείται ικανός, άξιος να πάρει βραβείο: Κανένα από τα έργα που πήραν μέρος στο διαγωνισμό δεν κρίθηκε βραβεύσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)